Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
View word page
μετορμίζω
μετορμίζωIon.vbseeμεθορμίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετορμίζω
Headword (normalized):
μετορμίζω
Headword (normalized/stripped):
μετορμιζω
IDX:
26028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26029
Key:
μετορμίζω

Data

{'headword_display': '<b>μετορμίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μετορμίζω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>μεθορμίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετορμίζω'}