Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
View word page
μετ-όπωρον
μετ-όπωρονουnὀπώρᾱ time after the harvest seasonautumnTh. X. Plu.

ShortDef

late autumn

Debugging

Headword:
μετόπωρον
Headword (normalized):
μετόπωρον
Headword (normalized/stripped):
μετοπωρον
IDX:
26027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26028
Key:
μετόπωρον

Data

{'headword_display': '<b>μετ-όπωρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετ-όπωρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ὀπώρᾱ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>time after the harvest season</Def><Tr>autumn</Tr><Au>Th. X. Plu.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'μετόπωρον'}