Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
View word page
μετόπιν
μετόπινadvreltd.μετόπισθε afterwardsquasi-adjl., of a lifefuture, laterS.as prep.after the deathw.gen.of someoneAR.

ShortDef

behind; (time) afterward

Debugging

Headword:
μετόπιν
Headword (normalized):
μετόπιν
Headword (normalized/stripped):
μετοπιν
IDX:
26024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26025
Key:
μετόπιν

Data

{'headword_display': '<b>μετόπιν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>μετόπιν</HL><PS>adv</PS><Ety>reltd.<Ref>μετόπισθε</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>afterwards</Def><advS2><Indic>quasi-adjl., of a life</Indic><Tr>future, later</Tr><Au>S.</Au></advS2></advS1><advS1><Indic>as prep.</Indic><Tr>after the death</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone<Au>AR.</Au></Cmpl></advS1></AdvE>', 'key': 'μετόπιν'}