Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
View word page
μετ-οκλάζω
μετ-οκλάζωvb change one's crouching positionby squatting now on one leg, now on the othershift about, be restiveIl.

ShortDef

to keep changing from one knee to another

Debugging

Headword:
μετοκλάζω
Headword (normalized):
μετοκλάζω
Headword (normalized/stripped):
μετοκλαζω
IDX:
26022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26023
Key:
μετοκλάζω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-οκλάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετ-οκλάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>change one's crouching position<Expl>by squatting now on one leg, now on the other</Expl></Def><Tr>shift about, be restive</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'μετοκλάζω'}