Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
View word page
μετ-οιωνίζομαι
μετ-οιωνίζομαιmid.vb procure a change of omenseffect an improvement ina city's activities, one's fortuneDin.

ShortDef

effect an auspicious change in, procure happier omens for

Debugging

Headword:
μετοιωνίζομαι
Headword (normalized):
μετοιωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετοιωνιζομαι
IDX:
26021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26022
Key:
μετοιωνίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετ-οιωνίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετ-οιωνίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>procure a change of omens</Def><vS2><Tr>effect an improvement in</Tr><Obj>a city's activities, one's fortune<Au>Din.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'μετοιωνίζομαι'}