Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
View word page
μετοικο-φύλαξ
μετοικο-φύλαξακοςm guardian of meticsref. to a state official at AthensX.

ShortDef

overseer and guardian of the μέτοικοι

Debugging

Headword:
μετοικοφύλαξ
Headword (normalized):
μετοικοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
μετοικοφυλαξ
IDX:
26019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26020
Key:
μετοικοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>μετοικο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετοικο-φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>guardian of metics<Expl>ref. to a state official at Athens</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετοικοφύλαξ'}