Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
View word page
μετ-οικοδομέω
μετ-οικοδομέωcontr.vb build a house in a different placeMen. rebuildan existing housein a grander stylePlu.

ShortDef

to build differently

Debugging

Headword:
μετοικοδομέω
Headword (normalized):
μετοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
μετοικοδομεω
IDX:
26017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26018
Key:
μετοικοδομέω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-οικοδομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-οικοδομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>build a house in a different place</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> <vS1><Tr>rebuild</Tr><Obj>an existing house<Expl>in a grander style</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μετοικοδομέω'}