Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
View word page
μετοικιστής
μετοικιστήςοῦm resettlerof a populationPlu.

ShortDef

an emigrant

Debugging

Headword:
μετοικιστής
Headword (normalized):
μετοικιστής
Headword (normalized/stripped):
μετοικιστης
IDX:
26016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26017
Key:
μετοικιστής

Data

{'headword_display': '<b>μετοικιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετοικιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>resettler<Expl>of a population</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετοικιστής'}