Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
View word page
μετοικεσίᾱ
μετοικεσίᾱᾱςfμετοικέω removal to a foreign countryresettlement, deportationof a populationNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετοικεσίᾱ
Headword (normalized):
μετοικεσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μετοικεσια
IDX:
26008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26009
Key:
μετοικεσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μετοικεσίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετοικεσίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μετοικέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>removal to a foreign country</Def><Tr>resettlement, deportation<Expl>of a population</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετοικεσίᾱ'}