Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
View word page
μετ-ίσχω
μετ-ίσχωvbμετά participateshare inw.gen.a murderHdt. discussion, cultural activityPl. of thingspartake ofw.gen.accuracy, motionPl.

ShortDef

share in, participate

Debugging

Headword:
μετίσχω
Headword (normalized):
μετίσχω
Headword (normalized/stripped):
μετισχω
IDX:
26007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26008
Key:
μετίσχω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-ίσχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-ίσχω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>μετά</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>participate<or/>share in</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a murder<Au>Hdt.</Au></Cmpl> <Cmpl>discussion, cultural activity<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of things</Indic><Tr>partake of</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>accuracy, motion<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μετίσχω'}