Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
View word page
μετίημι
μετίημι
μετίστημι
Ion.vbs
seeμεθίημιμεθίστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετίημι
Headword (normalized):
μετίημι
Headword (normalized/stripped):
μετιημι
IDX:
26006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26007
Key:
μετίημι

Data

{'headword_display': '<b>μετίημι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μετίημι</HL><DL><FmHL>μετίστημι</FmHL></DL><PS>Ion.vbs</PS></HG><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref><Ref>μεθίστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετίημι'}