Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
View word page
μετήορος
μετήοροςep.adjseeμετέωρος

ShortDef

lifted off the ground, hanging

Debugging

Headword:
μετήορος
Headword (normalized):
μετήορος
Headword (normalized/stripped):
μετηορος
IDX:
26004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26005
Key:
μετήορος

Data

{'headword_display': '<b>μετήορος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μετήορος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>μετέωρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετήορος'}