Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
μετοικικός
View word page
μετῆκα
μετῆκαIon.aor.seeμεθίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετῆκα
Headword (normalized):
μετῆκα
Headword (normalized/stripped):
μετηκα
IDX:
26003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26004
Key:
μετῆκα

Data

{'headword_display': '<b>μετῆκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετῆκα<LblR>Ion.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετῆκα'}