Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικίᾱ
μετοικίζω
View word page
μετεωρο-φένᾱξ
μετεωρο-φένᾱξᾱκοςm celestial quackAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετεωροφένᾱξ
Headword (normalized):
μετεωροφένᾱξ
Headword (normalized/stripped):
μετεωροφεναξ
IDX:
26002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26003
Key:
μετεωροφένᾱξ

Data

{'headword_display': '<b>μετεωρο-φένᾱξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετεωρο-φένᾱξ</HL><Infl>ᾱκος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>celestial quack</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετεωροφένᾱξ'}