Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
μετοικεσίᾱ
μετοικέω
μετοίκησις
View word page
μετεωρο-σκόπος
μετεωρο-σκόποςουmσκοπέω pejor.one who looks at celestial phenomenastargazerPl.

ShortDef

a star-gazer

Debugging

Headword:
μετεωροσκόπος
Headword (normalized):
μετεωροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
μετεωροσκοπος
IDX:
26000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26001
Key:
μετεωροσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>μετεωρο-σκόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετεωρο-σκόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Def>one who looks at celestial phenomena</Def><Tr>stargazer</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετεωροσκόπος'}