Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
μετίσχω
View word page
μετεωρο-λόγος
μετεωρο-λόγοςουm student of celestial mattersPl.pejor.high-thinkerPl.

ShortDef

one who talks of the heavenly bodies, an astronomer

Debugging

Headword:
μετεωρολόγος
Headword (normalized):
μετεωρολόγος
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογος
IDX:
25997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25998
Key:
μετεωρολόγος

Data

{'headword_display': '<b>μετεωρο-λόγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετεωρο-λόγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>student of celestial matters</Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Indic>pejor.</Indic><Tr>high-thinker</Tr><Au>Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μετεωρολόγος'}