Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
μετήσω
μετίημι
View word page
μετεωρολογικός
μετεωρολογικόςή όνadjof personsdevoted to the study of celestial mattersPl.

ShortDef

skilled in meteorology

Debugging

Headword:
μετεωρολογικός
Headword (normalized):
μετεωρολογικός
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογικος
IDX:
25996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25997
Key:
μετεωρολογικός

Data

{'headword_display': '<b>μετεωρολογικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μετεωρολογικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>devoted to the study of celestial matters</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μετεωρολογικός'}