Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
μετῆκα
μετήορος
View word page
μετεωρολογέω
μετεωρολογέωcontr.vbμετεωρολόγος be a student of celestial mattersPl.

ShortDef

to talk of high things

Debugging

Headword:
μετεωρολογέω
Headword (normalized):
μετεωρολογέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογεω
IDX:
25994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25995
Key:
μετεωρολογέω

Data

{'headword_display': '<b>μετεωρολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετεωρολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μετεωρολόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a student of celestial matters</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μετεωρολογέω'}