Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροφένᾱξ
View word page
μετεωροκοπέω
μετεωροκοπέωcontr.vbκόπτω of a person, flying on a dung-beetleapp.beat the airAr.

ShortDef

to prate about high things

Debugging

Headword:
μετεωροκοπέω
Headword (normalized):
μετεωροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροκοπεω
IDX:
25992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25993
Key:
μετεωροκοπέω

Data

{'headword_display': '<b>μετεωροκοπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετεωροκοπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person, flying on a dung-beetle</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>beat the air</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μετεωροκοπέω'}