Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετέμμεναι
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
μετέωρος
μετεωροσκόπος
View word page
μετέω
μετέωep.subj.seeμέτειμι1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετέω
Headword (normalized):
μετέω
Headword (normalized/stripped):
μετεω
IDX:
25990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25991
Key:
μετέω

Data

{'headword_display': '<b>μετέω</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετέω<LblR>ep.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέτειμι<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετέω'}