Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεμβιβάζω
μετέμισγον
μετέμμεναι
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροπορέω
View word page
μετ-εύχομαι
μετ-εύχομαιmid.vbaor.imperatv.
μέτευξαι
change one's prayerE.

ShortDef

to change one's wish, to wish something else

Debugging

Headword:
μετεύχομαι
Headword (normalized):
μετεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετευχομαι
IDX:
25988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25989
Key:
μετεύχομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετ-εύχομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετ-εύχομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.imperatv.</Lbl><Form>μέτευξαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>change one's prayer</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'μετεύχομαι'}