Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμισγον
μετέμμεναι
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
μετέω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογίᾱ
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
View word page
μετέσσυται
μετέσσυται
ep.3sg.pf.mid.
μετέσσυτο
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
μετασεύομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μετέσσυται
Headword (normalized):
μετέσσυται
Headword (normalized/stripped):
μετεσσυται
IDX:
25987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25988
Key:
μετέσσυται
Data
{'headword_display': '<b>μετέσσυται</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετέσσυται<LblR>ep.3sg.pf.mid.</LblR></RefFm><RefFm>μετέσσυτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μετασεύομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετέσσυται'}