Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μετείς
μετείσομαι
μετείω
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκδίδομαι
μετεκδύομαι
μετεκῑ́αθον
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμισγον
μετέμμεναι
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
μετέχω
View word page
μετέμισγον
μετέμισγον
impf.
see
μεταμείγνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μετέμισγον
Headword (normalized):
μετέμισγον
Headword (normalized/stripped):
μετεμισγον
IDX:
25979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25980
Key:
μετέμισγον
Data
{'headword_display': '<b>μετέμισγον</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετέμισγον<LblR>impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεταμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετέμισγον'}