Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετεῖπον
μετείς
μετείσομαι
μετείω
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκδίδομαι
μετεκδύομαι
μετεκῑ́αθον
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμισγον
μετέμμεναι
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσυται
μετεύχομαι
View word page
μετ-εμβιβάζω
μετ-εμβιβάζωvb transfertroopsw. ἐς + acc.to a different vesselTh.

ShortDef

to put on board another

Debugging

Headword:
μετεμβιβάζω
Headword (normalized):
μετεμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
μετεμβιβαζω
IDX:
25978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25979
Key:
μετεμβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-εμβιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-εμβιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>transfer</Tr><Obj>troops<Expl><GLbl>w. <Ref>ἐς</Ref> + acc.</GLbl>to a different vessel</Expl><Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μετεμβιβάζω'}