Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετέᾱσι
μετεγγράφομαι
μετέγνων
μετέειπον
μετέῃσι
μετείθη
μετεικάς
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖναι
μετεῖναι
μετεῖπον
μετείς
μετείσομαι
μετείω
μετεκβαίνω
View word page
μετείθη
μετείθη
Ion.3sg.aor.pass.
see
μεθίημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μετείθη
Headword (normalized):
μετείθη
Headword (normalized/stripped):
μετειθη
IDX:
25962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25963
Key:
μετείθη
Data
{'headword_display': '<b>μετείθη</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετείθη<LblR>Ion.3sg.aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετείθη'}