Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταφροντίζω
μεταφύομαι
μεταφωνέω
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετέᾱσι
μετεγγράφομαι
μετέγνων
μετέειπον
μετέῃσι
μετείθη
μετεικάς
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖναι
μετεῖναι
μετεῖπον
μετείς
View word page
μετέγνων
μετέγνωνathem.aor.seeμεταγιγνώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετέγνων
Headword (normalized):
μετέγνων
Headword (normalized/stripped):
μετεγνων
IDX:
25959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25960
Key:
μετέγνων

Data

{'headword_display': '<b>μετέγνων</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετέγνων<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεταγιγνώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετέγνων'}