Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφροντίζω
μεταφύομαι
μεταφωνέω
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετέᾱσι
μετεγγράφομαι
μετέγνων
μετέειπον
μετέῃσι
μετείθη
μετεικάς
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖναι
View word page
μετα-ψαίρω
μετα-ψαίρωvb brush asidea stonew.dat.w. one's footE.

ShortDef

to brush against

Debugging

Headword:
μεταψαίρω
Headword (normalized):
μεταψαίρω
Headword (normalized/stripped):
μεταψαιρω
IDX:
25956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25957
Key:
μεταψαίρω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-ψαίρω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετα-ψαίρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>brush aside</Tr><Obj>a stone<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. one's foot</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'μεταψαίρω'}