Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετάφημι
μεταφορᾱ́
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφροντίζω
μεταφύομαι
μεταφωνέω
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετέᾱσι
μετεγγράφομαι
μετέγνων
μετέειπον
μετέῃσι
μετείθη
View word page
μετα-χάζομαι
μετα-χάζομαιmid.vbep.2sg.fut.or perh. aor.subj.
μεταχάσσεαι
shrink back w.gen.fr. a taskAR.

ShortDef

shrink from

Debugging

Headword:
μεταχάζομαι
Headword (normalized):
μεταχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταχαζομαι
IDX:
25952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25953
Key:
μεταχάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-χάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-χάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.2sg.fut.<Expl>or perh. aor.subj.</Expl></Lbl><Form>μεταχάσσεαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>shrink back</Tr> <Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. a task<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταχάζομαι'}