Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέταυλος
μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορᾱ́
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφροντίζω
μεταφύομαι
μεταφωνέω
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετέᾱσι
μετεγγράφομαι
View word page
μετά-φρενον
μετά-φρενονουnφρήν part of the body behind the chestbackHom. Hes. Tyrt. Pl. Men. AR. Plu.pl. for sg.Il. Archil.

ShortDef

the part behind the midriff

Debugging

Headword:
μετάφρενον
Headword (normalized):
μετάφρενον
Headword (normalized/stripped):
μεταφρενον
IDX:
25948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25949
Key:
μετάφρενον

Data

{'headword_display': '<b>μετά-φρενον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετά-φρενον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>part of the body behind the chest</Def><Tr>back</Tr><Au>Hom. Hes. Tyrt. Pl. Men. AR. Plu.</Au><nS2><Indic>pl. for sg.</Indic><Au>Il. Archil.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μετάφρενον'}