Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετατρωπάομαι
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορᾱ́
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφροντίζω
μεταφύομαι
μεταφωνέω
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μεταχωρέω
View word page
μεταφορικός
μεταφορικόςή όνadjμεταφέρω of a persongood at using metaphorArist.

ShortDef

apt at metaphors

Debugging

Headword:
μεταφορικός
Headword (normalized):
μεταφορικός
Headword (normalized/stripped):
μεταφορικος
IDX:
25945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25946
Key:
μεταφορικός

Data

{'headword_display': '<b>μεταφορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεταφορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταφέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>good at using metaphor</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεταφορικός'}