Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορᾱ́
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφροντίζω
μεταφύομαι
μεταφωνέω
μεταχάζομαι
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
View word page
μετα-φορέω
μετα-φορέωcontr.vb transfer, movecorpses, objectsw.prep.phr.to a different placeHdt.

ShortDef

change, transfer, shift

Debugging

Headword:
μεταφορέω
Headword (normalized):
μεταφορέω
Headword (normalized/stripped):
μεταφορεω
IDX:
25944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25945
Key:
μεταφορέω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-φορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-φορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>transfer, move</Tr><Obj>corpses, objects<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to a different place</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταφορέω'}