Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετατρέφομαι
μετατρέχω
μετατροπᾱ́
μετατροπαλίζομαι
μετατροπίᾱ
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορᾱ́
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφροντίζω
View word page
μετ-αυτίκα
μετ-αυτίκαadv straight afterwards, immediatelyHdt. Theoc.

ShortDef

just after, presently after

Debugging

Headword:
μεταυτίκα
Headword (normalized):
μεταυτίκα
Headword (normalized/stripped):
μεταυτικα
IDX:
25939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25940
Key:
μεταυτίκα

Data

{'headword_display': '<b>μετ-αυτίκα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>μετ-αυτίκα</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>straight afterwards, immediately</Tr><Au>Hdt. Theoc.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'μεταυτίκα'}