Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέφομαι
μετατρέχω
μετατροπᾱ́
μετατροπαλίζομαι
μετατροπίᾱ
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορᾱ́
μεταφορέω
μεταφορικός
View word page
μετα-τρωπάομαι
μετα-τρωπάομαιmid.contr.vb of a womanturn w.prep.phr.to pallorw.acc.in her cheeksAR.

ShortDef

turn, change

Debugging

Headword:
μετατρωπάομαι
Headword (normalized):
μετατρωπάομαι
Headword (normalized/stripped):
μετατρωπαομαι
IDX:
25935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25936
Key:
μετατρωπάομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-τρωπάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-τρωπάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>turn</Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to pallor<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>in her cheeks</Expl><Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μετατρωπάομαι'}