Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταστροφή
μετασχεῖν
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετάταξις
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέφομαι
μετατρέχω
μετατροπᾱ́
μετατροπαλίζομαι
μετατροπίᾱ
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταῦτις
View word page
μετα-τρέχω
μετα-τρέχωvbfut.
μεταθρέξομαι
run to getsthg.Ar.

ShortDef

to run after

Debugging

Headword:
μετατρέχω
Headword (normalized):
μετατρέχω
Headword (normalized/stripped):
μετατρεχω
IDX:
25930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25931
Key:
μετατρέχω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-τρέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-τρέχω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>μεταθρέξομαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>run to get</Tr><Obj>sthg.<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μετατρέχω'}