Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταστρέφω
μεταστροφή
μετασχεῖν
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετάταξις
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέφομαι
μετατρέχω
μετατροπᾱ́
μετατροπαλίζομαι
μετατροπίᾱ
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
View word page
μετα-τρέφομαι
μετα-τρέφομαιpass.vb be brought up amongw.dat.certain peopleAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετατρέφομαι
Headword (normalized):
μετατρέφομαι
Headword (normalized/stripped):
μετατρεφομαι
IDX:
25929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25930
Key:
μετατρέφομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-τρέφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-τρέφομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be brought up among</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>certain people<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μετατρέφομαι'}