Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετασχεῖν
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετάταξις
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέφομαι
μετατρέχω
μετατροπᾱ́
μετατροπαλίζομαι
View word page
μετάσχεσις
μετάσχεσιςεωςfμετέχω philos.participationw.gen.in sthg., i.e. partaking of its essencePl.

ShortDef

participation

Debugging

Headword:
μετάσχεσις
Headword (normalized):
μετάσχεσις
Headword (normalized/stripped):
μετασχεσις
IDX:
25922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25923
Key:
μετάσχεσις

Data

{'headword_display': '<b>μετάσχεσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετάσχεσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μετέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>philos.</Indic><Tr>participation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in sthg., i.e. partaking of its essence</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετάσχεσις'}