Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετασχεῖν
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετάταξις
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέφομαι
μετατρέχω
View word page
μεταστροφή
μεταστροφήῆςf redirection, conversionof the soul or the understanding, towards a higher goalPl.

ShortDef

a turning from

Debugging

Headword:
μεταστροφή
Headword (normalized):
μεταστροφή
Headword (normalized/stripped):
μεταστροφη
IDX:
25920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25921
Key:
μεταστροφή

Data

{'headword_display': '<b>μεταστροφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεταστροφή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>redirection, conversion<Expl>of the soul or the understanding, towards a higher goal</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεταστροφή'}