Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετασχεῖν
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετάταξις
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
View word page
μεταστρεπτικός
μεταστρεπτικόςή όνadjμεταστρέφω of a studycapable of giving redirectionw.prep.phr.towards a goalPl.

ShortDef

fit for turning another way, fit for directing

Debugging

Headword:
μεταστρεπτικός
Headword (normalized):
μεταστρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
μεταστρεπτικος
IDX:
25918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25919
Key:
μεταστρεπτικός

Data

{'headword_display': '<b>μεταστρεπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεταστρεπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταστρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a study</Indic><Tr>capable of giving redirection<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>towards a goal</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεταστρεπτικός'}