Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετασχεῖν
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
View word page
μετα-στείχω
μετα-στείχωvbep.aor.2
μετέστιχον
go in search of, seeka personE. followsomeone's tracksCall. intr.go aftersomeonefollowAR.

ShortDef

to go in quest of

Debugging

Headword:
μεταστείχω
Headword (normalized):
μεταστείχω
Headword (normalized/stripped):
μεταστειχω
IDX:
25913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25914
Key:
μεταστείχω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-στείχω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετα-στείχω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>μετέστιχον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>go in search of, seek</Tr><Obj>a person<Au>E.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>follow</Tr><Obj>someone's tracks<Au>Call.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>intr.</Indic><Def>go after<Expl>someone</Expl></Def><Tr>follow</Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'μεταστείχω'}