Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετασχεῖν
View word page
μέτασσος
μέτασσοςη ονadj of lambsborn lateri.e. after the first-bornOd.advbl.phr.τὰ μέτασσαafterwardshHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέτασσος
Headword (normalized):
μέτασσος
Headword (normalized/stripped):
μετασσος
IDX:
25911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25912
Key:
μέτασσος

Data

{'headword_display': '<b>μέτασσος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μέτασσος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of lambs</Indic><Tr>born later<Expl>i.e. after the first-born</Expl></Tr><Au>Od.</Au><Phr><Indic>advbl.phr.</Indic><Gr>τὰ μέτασσα</Gr><TrPhr>afterwards</TrPhr><Au>hHom.</Au></Phr></aS1></AE>', 'key': 'μέτασσος'}