Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
View word page
μετασπών
μετασπώνep.aor.2 ptcpl.seeμεθέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετασπών
Headword (normalized):
μετασπών
Headword (normalized/stripped):
μετασπων
IDX:
25910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25911
Key:
μετασπών

Data

{'headword_display': '<b>μετασπών</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετασπών<LblR>ep.aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετασπών'}