Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
View word page
μετασπόμενος
μετασπόμενοςep.aor.2 mid.ptcpl.seeμεθέπομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετασπόμενος
Headword (normalized):
μετασπόμενος
Headword (normalized/stripped):
μετασπομενος
IDX:
25909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25910
Key:
μετασπόμενος

Data

{'headword_display': '<b>μετασπόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μετασπόμενος<LblR>ep.aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθέπομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μετασπόμενος'}