Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
View word page
μετα-σπάω
μετα-σπάωcontr.vb hyperbol.tear away a personfr. a placeS.

ShortDef

to draw over from one side to another

Debugging

Headword:
μετασπάω
Headword (normalized):
μετασπάω
Headword (normalized/stripped):
μετασπαω
IDX:
25908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25909
Key:
μετασπάω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-σπάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-σπάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>hyperbol.</Indic><Tr>tear away</Tr> <Obj>a person<Expl>fr. a place</Expl><Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μετασπάω'}