Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
View word page
μετα-σκευωρέομαι
μετα-σκευωρέομαιmid.contr.vb remodela namePl.

ShortDef

alter

Debugging

Headword:
μετασκευωρέομαι
Headword (normalized):
μετασκευωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασκευωρεομαι
IDX:
25907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25908
Key:
μετασκευωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-σκευωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-σκευωρέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>remodel</Tr><Obj>a name<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μετασκευωρέομαι'}