Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
View word page
μετα-σκευάζω
μετα-σκευάζωvb reclothe oneselfin one's former costumeAr. redesignchariotsX. redrafta lawDin.

ShortDef

to put into another dress

Debugging

Headword:
μετασκευάζω
Headword (normalized):
μετασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
μετασκευαζω
IDX:
25906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25907
Key:
μετασκευάζω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-σκευάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετα-σκευάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>reclothe</Tr> <Obj>oneself<Expl>in one's former costume</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>redesign</Tr><Obj>chariots<Au>X.</Au></Obj> <vS2><Tr>redraft</Tr><Obj>a law<Au>Din.</Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'μετασκευάζω'}