Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταπτοέω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
μεταστείχω
μεταστένω
μεταστοιχεί
View word page
μετα-σεύομαι
μετα-σεύομαιmid.vbep.3pl.impf.
μετεσσεύοντο
ep.3sg.athem.aor.
μετέσσυτο
ep.3sg.pf.
μετέσσυται
hasten to followsomeoneIl.hasten in pursuitof someoneIl.hasten to findsomeoneIl. of a tiderush backw.adv.to the open seaAR.

ShortDef

to rush towards

Debugging

Headword:
μετασεύομαι
Headword (normalized):
μετασεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασευομαι
IDX:
25905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25906
Key:
μετασεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-σεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-σεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.impf.</Lbl><Form>μετεσσεύοντο</Form></Tns><Tns><Lbl>ep.3sg.athem.aor.</Lbl><Form>μετέσσυτο</Form></Tns><Tns><Lbl>ep.3sg.pf.</Lbl><Form>μετέσσυται</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>hasten to follow<Expl>someone</Expl></Tr><Au>Il.</Au><vS2><Tr>hasten in pursuit<Expl>of someone</Expl></Tr><Au>Il.</Au></vS2><vS2><Tr>hasten to find</Tr><Obj>someone<Au>Il.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><Indic>of a tide</Indic><Tr>rush back</Tr><Cmpl><GLbl>w.adv.</GLbl>to the open sea<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μετασεύομαι'}