Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταπορεύομαι
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοέω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασκευωρέομαι
μετασπάω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσος
μετάστασις
View word page
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιολεσχίᾱᾱςfμετάρσιοςλέσχη elevated talkon philosophical mattersPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταρσιολεσχίᾱ
Headword (normalized):
μεταρσιολεσχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιολεσχια
IDX:
25902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25903
Key:
μεταρσιολεσχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μεταρσιολεσχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεταρσιολεσχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μετάρσιος</Ref><Ref>λέσχη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>elevated talk<Expl>on philosophical matters</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεταρσιολεσχίᾱ'}