Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπίπτω
μεταπλάττω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοέω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
μεταρσιόομαι
μετάρσιος
μετασεύομαι
View word page
μετα-πτοέω
μετα-πτοέωcontr.vb scare into migratingA.dub.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταπτοέω
Headword (normalized):
μεταπτοέω
Headword (normalized/stripped):
μεταπτοεω
IDX:
25895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25896
Key:
μεταπτοέω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-πτοέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-πτοέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>scare into migrating</Tr><Au>A.<LblR>dub.cj.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταπτοέω'}