Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταπείθω
μεταπειράομαι
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπίπτω
μεταπλάττω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοέω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχίᾱ
View word page
μετα-πορεύομαι
μετα-πορεύομαιmid.vb move to a different placePl. follow up, pursuea private feudLys. seek to punishpersons, crimesPlb.intr.seek punishmentPlb. seek afteran officePlb.

ShortDef

to go after, follow up

Debugging

Headword:
μεταπορεύομαι
Headword (normalized):
μεταπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταπορευομαι
IDX:
25892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25893
Key:
μεταπορεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-πορεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-πορεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>move to a different place</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> <vS1><Tr>follow up, pursue</Tr><Obj>a private feud<Au>Lys.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>seek to punish</Tr><Obj>persons, crimes<Au>Plb.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>seek punishment</Tr><Au>Plb.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Tr>seek after</Tr><Obj>an office<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταπορεύομαι'}