Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μεταπειράομαι
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπίπτω
μεταπλάττω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοέω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρῑ́πτω
View word page
μετα-πλάττω
μετα-πλάττωAtt.vb remould, refashiongold figuresPl.of creator godsliving creaturesPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταπλάττω
Headword (normalized):
μεταπλάττω
Headword (normalized/stripped):
μεταπλαττω
IDX:
25890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25891
Key:
μεταπλάττω

Data

{'headword_display': '<b>μετα-πλάττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-πλάττω</HL><PS>Att.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>remould, refashion</Tr><Obj>gold figures<Au>Pl.</Au></Obj><vS2><Indic>of creator gods</Indic><Obj>living creatures<Au>Pl.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταπλάττω'}